τουρσί

τουρσί
το маринад, солёные или маринованные овощи;

τό λάχανο τουρσί — квашеная, кислая капуста


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τουρσί" в других словарях:

  • τουρσί — το, Ν 1. μέθοδος συντήρησης λαχανικών σε ξίδι ή σε άλμη 2. λαχανικό διατηρημένο σε ξίδι (α. «αγγούρια τουρσί» β. «πιπεριές τουρσί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tursu] …   Dictionary of Greek

  • τουρσί — το (λ. τουρκ.), λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή σε άρμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβερία — (aberia).Θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των φλακουρτιιδών (flacurtiaceae).Είναι φυτά αυτοφυή της νότιας και ανατολικής Αφρικής, της Ινδίας, της Σρι Λάνκα, της Ινδονησίας και της Νέας Γουινέας. Οι α. έχουν κλαδιά γεμάτα αγκάθια. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • Tursu — (and the variations turşu, toursi, turshiya, torshi, τουρσί or turšija) refers to pickled vegetables in the cuisine of many Balkan and Middle East countries. Torshi (PerB|ترشی) originally comes from the Persian word Torsh , which means sour .… …   Wikipedia

  • Tursu — Mezcla de encurtidos. ce …   Wikipedia Español

  • Torshi — Ein Laden in der Türkei, der Torshi verkauft. Torshi im bulgarischen Supermarkt …   Deutsch Wikipedia

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • κόντιτο — και κόνδιτο, το καρπός σακχαρόπηκτος, φρουί γλασέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditum, ουσιαστικοποιημένο σουπίνο τού ρ. condio «διατηρώ σε ξίδι ή κρασί, φτιάχνω τουρσί»] …   Dictionary of Greek

  • ξινολάχανο — το λάχανο που έχει διατηρηθεί σε ξίδι, τουρσί …   Dictionary of Greek

  • πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»